-
1 διακρισις
- εως ἥ1) разделение, разложение(σύγκρισις καὴ δ. Plat., Arst.)
2) лощина, ущелье(διακρίσεις βαθεῖαι Xen.)
3) разбор, решениеοἱ δεόμενοι διακρίσεως Xen. — тяжущиеся стороны4) спор, разногласие(τῶν ἀνδρῶν πρὸς ἀλλήλοις Polyb.)
5) различение(διακρίσεως ἄξια γένη Plat.)
6) (ис)толкование(σημείων Diod.)
7) выделение, испарение(καπνώδης Arst.)
См. также в других словарях:
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek